οξυκοΐα

οξυκοΐα
ὀξυκοΐα, ἡ (Α)
(εσφ. γρφ.) βλ. οξυηκοΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυηκοΐα — η (Α ὀξυηκοΐα και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. ὀξυκοΐα) [οξυήκοος] η ιδιότητα τού οξυήκοου, οξύτητα τής ακοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”